Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

To whom it may concern…


Προς υδραυλικούς:
Μεν με περιπαίζετε. Άθλιοι. Ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει “χρέωση με το σημείο”. Ξέρω επίσης πολύ καλά πόσα χρεώνετε τες εταιρείες και τους εργολάβους “το σημείο” και πόσα βάλλουν ‘πού πάνω τζαι τούτοι οι άθλιοι, για να φκάλουν μούχτιν λεφτά πας τη ράσhη μας. 
Πιάστε τα κατσιαβιδούθκια σας τζαι έσhει τζαι αλλού υδραυλικούς που βιδώννουν φουντάνες.
(Η κάθε βρύση είναι ένα σημείο. Ο υδραυλικός χρεώνει την εταιρεία/εργολάβο το κάθε σημείο περίπου 130-150 ευρώ. Η εταιρεία σου το χρεώνει εσένα 200-250 ευρώ. Όταν λένε αυτό εννοούν που το ντεπόζιτο ως τη βρύση με τες σωλήνες και την τοποθέτηση.
Εγώ  κάνω ανακαίνιση και έχω ΗΔΗ περασμένες καινούριες σωλήνες ως τα σέντε, οι οποίες απλώς πρέπει να τες ποτυλίξεις και να τες κατεβάσεις μες τα σχίσματα που θα κάνει ο χτίστης  (1 μέρα δουλεία) και να μου βιδώσεις τες φουντάνες (άλλη 1 μέρα δουλειά).
1+1=2.
2 μέρες δουλεία. Χωρίς να γοράσεις σωλήνες.
ΜΕΝ ΜΟΥ ΛΑΛΕΙΣ 2500 ΕΥΡΩ ΓΙΑ ΔΕΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΜΕ-ΠΙΑΝΟΥΝ-ΟΙ-ΔΑΙΜΟΝΟΙ)

Προς χτίστες:  
Μεν με περιπαίζετε. Μα ενομίσετε ότι επειδή μιλάτε με μια ξανθιά-πανέμορφη-θελκτική (άκουσα γέλια? Α!) γυναίκα, μπορείτε να αννοίετε το στόμα σας και να λαλείτε ότι θέλετε? 
EΣΙhΕΙ ΤΖΙΑΛΛΟΥΣ ΡΕΕΕΕΕΕΕΕ…
Ούτε τοίχους εννά ρίψω ούτε τίποτε! Τούτα που θέλω θεωρούνται “κουτσοδούλεια”. 
Μα ενόμισες έννα σε πιερώσω γρουσάφι, για να φέρεις θκιό μαυρίες, να τους δώσεις οδηγίες τζαι να πάεις στον καφενέ/ρέξεις που τες άλλες σου δουλειές? Έσhει αγγούρι.
(κουτσοδούλι= να σου ποβιδώσω τα ερμάρκα και να τα σύρω στη χωράφα δίπλα, να πιάσω τον τροχό να σου κάμω 10-15 σχίσματα τα οποία θα σου τα ξαναγεμώσω πηλό, να σου βάλω καινούρια κεραμικά μονο στο μπάνιο.
Ου σόρυ! Επαρασύρθην και μιλώ στο πρώτο πρόσωπο.
Εννοώ να φέρω θκιό μαυρίες -τους οποίους πιερώννω 500 ευρώ το μήνα- να σου τα κάμουν λιλλίτσια θκιό ππαλιές, να τους υποδείξω να φκάλουν τα σχίσματα πάς τα σημάδια του υπεύθυνου της ανακαίνισης και εγώ να πιερωθώ για 2 εβδομάδες συνολικά δουλειά -όι δική μου, των μαυρίων είπαμε- 10000 ευρώ)

Προς αλουμινιτζίες:
Μεν με περιπαίζετε. Ζούμε στο 2011. Έχουμεν ίντερνετ. 
Το θαυμαστό αυτό εργαλείο μας επιτρέπει να ελέγξουμε εάν οι παπαριές που λαλείτε ευσταθούν. 
Κανονίστε την πορεία σας α!

Προς φίλους:
Μεν με περιπαίζετε. Το ότι είμαστε φίλοι/συγγενείς/συμπέθεροι/γείτονες/κουμπάροι/κτλ δε σημαίνει πως έχετε σίγουρη τη δουλειά. 
Ίντα εσύ θωρείς την πούγκα σου, άμαν μου λαλείς μια τιμή, εγώ έννα με δω τη δική μου?
Πόσο μάλλον άμαν θεωρείς ότι μπορείς, επειδή είμαστε φίλοι/συγγενείς/συμπέθεροι/γείτονες/κουμπάροι/κτλ, να με γράφεις παραπάνω ‘πού τους πελάτες σου με τους οποίους δεν είσαι φίλος/συγγενής/συμπέθερος/κουμπάρος/κτλ.

Προς όλους:
Μεν με περιπαίζετε. Προσφορές πιάνουμε από πολλούς. Έννα συγκριθείτε και με άλλους στο παζάρι. Τούτο εν το σκέφτεστε πριν ανοίξετε το στόμα σας? 

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Μια πεινασμένη κουμουνιστική οικογένεια


Και τώρα ένα ευχάριστο διάλειμμα από τα περι μαστόρων πόστ.

Το Καϊσίν σας, όπως ξέρετε είναι μιξ φρούτο, γενετικώς βελτιωμένο DNA με την εισαγωγή φρέσκου από το σιδηρούν παραπέτασμα.

Το οποίο σιδηρούν παραπέτασμα, έχει υποπέσει στην αντίληψή μου, είναι πολύ παρεξηγημένο. 
Οι περισσότεροι, άμα σκέφτονται τις χώρες του ανατολικού μπλοκός, σκέφτονται μιζεριασμένους Ρουμάνους-Μολδαβούς-Γύφτους και πεινασμένες αιθέριες υπάρξεις, καταπιεσμένες από δικτατορικά καθεστώτα και ανυπόμονες να βρεθούν στον παράδεισο των καμπαρέ του δυτικού κόσμου.

Ξέρω ότι θα σοκάρω κάποιους τωρά, αλλά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δεν ήταν όλες οι χώρες αυτές υπό δικτατορία ούτε και πεινούσαν.  Η χώρα της καϊσομαμάς ας πούμε δεν ήταν καθόλου έτσι. Η καϊσομαμά αποφάσισε να ακολουθήσει τον φάδερ στο χρυσόξερο κέντρο της γης καμιά δεκαετία πριν την πτώση του “υπαρκτού” κουμμουνισμού.

Ναι δεν ήταν όλα ρόδινα, ναι υπήρχαν πολλά βλακώδη λάθη στο σύστημα, ΑΛΛΑ είχε και πολλά, μα πάρα πολλά καλά. Στο σιδηρούν παραπέτασμα ο κόσμος είχε πραγματικά δωρεάν παιδεία για παράδειγμα.

Τα νηπιαγωγεία εφακούσαν χαμέ το πιο εξκλούσιφ νηπιαγωγείο της Κύπρου και ήταν μούχτιν. Θυμάμαι ότι είχαν κουζίνα και μας μαγείρευαν φαΐ της ώρας για πρόγευμα και μεσημεριανό, την εποχή που το λυμένο σάντουιτς στην τσάντα ήταν η μόνη επιλογή στην Κύπρο. 
Και είχαμε και δωμάτιο με κρεβάτια για να κοιμούνται τα παιδιά το μεσημέρι και το βράδυ. 
Ναι καλά διάβασες, το βράδυ. 
Ένα σημαντικό ποσοστό των νηπιαγωγείων μπορούσαν οι γονείς να αφήσουν τα παιδιά για διανυκτέρευση. 
Γιατί? Όχι δεν ήταν κάποια άρρωστη κουμουνιστική άσκηση σκληραγώγησης. Απλά το σύστημα λάμβανε υπόψη τις ανάγκες των ανθρώπων που δούλευαν βάρδιες (ιατροί, νοσοκόμες, πυροσβέστες, αστυνομικοί πιλότοι, αεροσυνοδοί, οδηγοί τρένων, ελεγκτές κτλ).

Η καθαριότητα ήταν τζεί που το δεδομένη ενώ η καϊσομαμά έμαθε ότι υπήρχαν φτείρες στα σχολεία όταν ήρθαμε στον ελεύθερο, πολιτισμένο και δημοκρατικό κόσμο.

Στο γυμνάσιο τα φροντιστήρια ήταν άγνωστη λέξη. 
Τα δίδακτρα επίσης. 
Δεν είχε σημασία ποιος ήσουν, τι δουλειά έκανες, πόσο χαμηλά στην κοινωνική τροφική αλυσίδα ήσουν. Τα παιδιά σου μπορούσαν όχι μόνο να σπουδάσου ότι ήθελαν, αλλά και να αναπτύξουν παράλληλα και ό,τι ταλέντο είχαν. Πάλε μούχτιν. Μια καθαρίστρια μπορούσε, χωρίς να στερηθεί (σημαντικό αυτό), να στείλει το παιδί της να μαθαίνει και σαξόφωνο και πιάνο και όμποε και πιθκιαύλι και ότι ήθελε και να γίνει και ιατρός άμα μπορούσε. Υπήρχαν σχολεία στα οποία μπορούσαν να πάνε όσοι είχαν κάποια ιδιαίτερη κλίση ή ταλέντο ας πούμε μουσικά, καλών τεχνών, γυμναστικά, μαθηματικά (μαθηματικό γυμνάσιο πήγε και η μαμά) κτλ.

Τα πανεπιστήμια είχαν υψηλότατο επίπεδο και η εξέταση ήταν και γραπτή και προφορική, οπότε, όπως καταλαβαίνετε, τα περιθώρια για σκονάκι ήταν εξαιρετικά στενά. Όχι, ούτε η δωροδοκία καθηγητή ήταν εύκολη επιλογή, καθώς η εξέταση γινόταν κάπως έτσι: 
Έμπαινες στην αίθουσα και τράβαγες ένα φάκελο ο οποίος είχε τις ερωτήσεις που έπρεπε να απαντήσεις. Ο κάθε φάκελος είχε και διαφορετικές ερωτήσεις (ούτε αντιγραφή από το διπλανό σπάσμα λοιπόν). Με το που τελείωνες πήγαινες μπροστά στον καθηγητή, του έδινες το γραπτό, το έβλεπε μπροστά σου και επιτόπου σε εξέταζε και προφορικά σε ότι θέμα της ύλης ήθελε και επιτόπου σου έβαζε και το βαθμό στο φοιτητικό σου βιβλιαράκι. 
Τα ανέκδοτα που ξέρετε με αγορά πτυχίων με μια κουέλλα εν μεταγενέστερα.

Όχι πως έλειπαν οι φοιτητές που προσπαθούσαν να γελάσουν του καθηγητή, αλλά θα σας τις πω άλλη φορά.

Ως εργαζόμενος τώρα –γιατί ανεργία δεν υπήρχε- όσο χαμηλά και να ήσουν, θα μπορούσες να πας διακοπές και να στείλεις τα μωρά σου κατασκήνωση. Είχες ΠΛΗΡΗ ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εξασφαλισμένο αξιοπρεπές σπίτι, με ρεύμα και θέρμανση με μηδαμινό σχεδόν κόστος, εξασφαλισμένη σύνταξη και άλλα πολλά.

Για παράδειγμα, όταν ήταν περίπου ενός ο μπράδερ έμεινε για 1-2 χρόνια με τη γιαγιά ενώ εμείς ήμασταν Κύπρο, μέχρι να βρουν τα πόδια τους οι δικοί μου. 
Η γιαγιά, επειδή ήταν εργαζόμενη και είχε και μικρό παιδί να προσέχει, έπαιρνε κουπόνια με τα οποία έπαιρνε φαγητό για το μωρό. 
Θυμάμαι το καλοκαίρι που ήμουν και εγώ πηγαίναμε στο σημείο διανομής, που ήταν σαν καντίνα με κουζίνα στο βάθος, και έπαιρνε τρία γυάλινα βαζάκια τα οποία είχαν σούπα, κυρίως γεύμα και κρέμα για επιδόρπιο. 
Γιατί όλοι ξέρουμε ότι οι εργαζόμενες μητέρες μπορεί να δυσκολεύονται να μαγειρέψουν το μεσημέρι ή το βράδυ.

Οκ δεν είχαν το πολυτελές διαμέρισμα, δεν είχαν τσάντα πράντα και πανάκριβα ρούχα, ούτε κόκα-κόλα και μακντόναλτς, αλλά είχαν ένα άνετο σπίτι, δεν τους τσιλλούσαν τα δάνεια στο λαιμό και ήταν και αυτοί και η οικογένειά τους εξασφαλισμένοι.

Όχι δεν πεινούσαν. Τα τελευταία χρόνια υπήρχε μια κρίση στην αγορά, η οποία περιόρισε την ποικιλία των αγαθών, αλλά σίγουρα δεν πεινούσαν. Θυμάμαι τραπέζια σε συγγενείς στα χωριά που ανταγωνίζονταν άξια τα κυπριακά τραπεζώματα.

Η εγκληματικότητα ήταν αμελητέα, όπως την εποχή που και στην Κύπρο κοιμόμασταν με τες πόρτες ανοιχτές, κυκλοφορούσαμε τρία 7χρονα σε μια μεγαλούπολη και δεν ανησυχούσε κανείς.

Οι πόλη ήταν περιποιημένη, με περιποιημένα πάρκα και πλατείες, με σιντριβάνια και έργα τέχνης, καθαρούς δρόμους κτλ.

(θυμίζει σας λίον Σουηδία έννεν?)

Και τότε γιατί τα πέταξαν όλα αυτά για τα οποία ο δυτικός κόσμος φτύνει αίμα, καταχρεώνεται και τελικά δεν απολαμβάνουν παρά μόνο λίγοι? Οέο?

Εν ιμπορώ να το αναλύσω σε ένα πόστ. Θέλει ολόκληρη διατριβή. 

Αλλά μια πολλά -μα πολλά- απλουστευμένη εξήγηση είναι η εξής: Το μάρκετινγκ, οι λανθασμένες εντυπώσεις που είχαν για την αφθονία του δυτικού κόσμου, εξαιτίας εν μέρει του περιορισμού στις μετακινήσεις και, κυρίως, η νοοτροπία του όχλου.

Αυτή η τελευταία, δε, είναι που έστειλε στα τάρταρα και τη χώρα της καϊσομαμάς. Γιατί είχαν ένα πολύ καλό σύστημα που, ναι, είχε τα λάθη του, τις αγκυλώσεις του, τα κακά του, αλλά αντί να τα φτιάξουν τα λάθη σταδιακά και με ψυχραιμία, αποφάσισαν, παρασυρμένοι από το ντόμινο της πτώσης του σιδηρούν παραπετάσματος, να ρίξουν την κυβέρνηση, να κάψουν τη βουλή και να αφήσουν το κράτος ακυβέρνητο.

Μόνο που κανένα κράτος δεν μένει ακυβέρνητο ούτε καν για 2 μέρες. Πάντα θα βρεθούν οι σωτήρες που θα μουντάρουν να πάρουν τα ινία και καλά μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση χάους και αναρχίας/μέχρι να απομακρυνθούν τα μιάσματα του προηγούμενου συστήματος/μέχρι τις εκλογές –για το καλό μας. 
Μα αλήθεια! Μέχρι τις εκλογές μόνο! 

Και μαντέψτε ποιοι είναι αυτοί:



Και αυτούς δεν τους ξεφορτώνεσαι με καμία ανατροπή, με κανένα κάψιμο, με καμία διαδήλωση.

Τους έμεινε η κόκα-κόλα, το όνειρο του μεγάλου σπιτιού με το λευκό φράκτη γύρω-γύρω και η πιο μεγάλη μάρκετινγκ απάτη έβερ: 

Άμα δουλέψεις σκληρά και αφοσιωμένα μπορείς και ΕΣΥ να έχεις ΟΛΑ τα καταναλωτικά αγαθά που ποθεί η ψυχή σου. 
Μεν ακούεις πελλάρες, ΌΛΟΙ μπορούν. 
ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ


Φάε τώρα το μπίκ μακ σου, πιες την κοκακολίτσα σου και ονειρέψου.

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Μαστόρων Ανάγνωσμα Πρώτο


Ξέρω το ότι καίγεστε να μάθετε τι γίνετε τζαι εχάθηκα.

Λοιπόν πήπολ. Οι μέρες μου εγεμώσαν ασφυκτικά με μαστόρους, πλακάκια, συρτάρια κουζίνας και  βούρνες.  Πολλά εξάιτινκγ τι να σου πω!

Τελικά οι προσδοκίες που είχα για αυτήν την ανακαίνιση ήταν όλες λάθος.
Ενόμιζα ότι το διάστημα που απλώς θα διάλεγα πράματα θα ήταν το πιο ευχάριστο. Δεν είναι. Μπούχτισα που πλακάκια. Τζαι βούρνες. Τζαι συρτάρκα. Τζαι οδήγημα μες την κίνηση την Λευκωσίας κάθε μα κάθε απόγευμα. Τα νεύρα μου. Εβαρέθηκα. Θέλω να τελλειώννει τούτη η ιστορία τζαι να μεν ξαναδώ πλακάκι ομπρός μου. Εχάσαν τα ψώνια τη χαρά τους.

Τζαι οι μαστόροι εν πολλά αθκιασεροί τελικά. Έρχεται ασπούμεν ο κύριος Πανίκκος να τσιεκκάρει την κατάσταση,  για να δώσει προσφορά. Με το που μπαίνει της πόρτας παραγγέλλει έναν καφέ. Κάμνω του, βάλλω του και κανέναν αλμυρό,  καθόμαστε στο τραπέζι, ξεκινώ να του λαλώ τα καθέκαστα, για να κόφκω στράτα. 
Αλλά όοοοοοχι! Ο κύριος Πανίκκος θέλει κουβεντούα, τάχα σχετική με τη δουλειά:
-Τζαι πέτε μου εν το πατρικό σου είπαμεν?
-Ναι.
-Ααα ωστέ.. Εν καλά.. Πότε εχτίστηκε?
-Πριν 15-20 χρόνια.
-Ααα ωστέ.. εν καλά.. πάλε καλά να λαλείτε. Ξέρεις πόσος κόσμος ταλαιπωρείται που ένεσhει?
-Ξέρω ξέρω.. (σούζμα κεφαλιού)
-Ξέρεις πόσα θέλεις να χτίσεις? Μπλά μπλά….
-Ξέρω ξέρω.. (σούζμα κεφαλιού κατά τη διάρκεια της ανάλυσης του πόσα θέλει το χτίσιμο)
-Ξέρεις τούτα τα έτοιμα ήντα πατταλοδουλειές έχουν? Μπλά μπλά…
-Ξέρω ξέρω.. (σούζμα κεφαλιού κατά τη διάρκεια της ανάλυσης των πατταλοδουλειών)
-Είσαι παντρεμένη? (…????) Ξέρεις εμένα η κόρη μου..
-Ξέρω ξέρω.. (σούζμα κεφαλιού κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης του τι έκαμεν η κόρη/γιος/γείτονας/συμπέθερος του όταν έχτιζε)

Πίνει εντέλει τον καφέ του και ξεκινά το τούρ στο σπίτι. Από δωμάτιο σε δωμάτιο και εδώ κύριε Πανίκκο μου πρέπει να γινεί τούτο και εκεί να γινεί το άλλο.
Τέλος τούρ.
Παραγγελία δεύτερου καφέ.
Ακολουθεί λεπτομερής εξιστόρηση περιστατικών που του ετύχαν και πώς αυτός ως σούπερ μάστρος έσωσε την κατάσταση και έσασεν τες γερημίες των άλλων που εγελαστήκαν οι πελάτες τζαι εκλείσαν, αντί να παν κοντά του ολόισhια.

Αν είμαι τυχερή στες 2 ώρες έννα σηκωστεί να φύει με την υπόσχεση να μου στείλει την προσφορά το συντομότερον, δηλαδή πριν να περάσει ένας μήνας. Ελπίζω.  Μάταια.

Ακολουθεί το ίδιο ΑΚΡΙΒΩΣ σκηνικό με τες ίδιες ΑΚΡΙΒΩΣ κουβέντες με τον κύριο Κωστάκη, τον κύριο Μιχαλάκη, τον κύριο Πάμπο, τον κύριο Χαμπή, τον κύριο Κούλλη, τον κύριο…

Αν τύχει τζαι ο κύριος Κούλλης/Πάμπος/Πανίκκος εν τζαι κανένας γνωστός, γαμπρός, άντρας της γειτόνισσας της εξάδερφης του Καουμπόη ή του παπά μου-παππού μου, ε τότε η επίσκεψη, εκτός των άλλων, περιλαμβάνει και όλα τα κουτσομπολιά του σογιού και της γειτονιάς κομπλίτ με σουβλάκια ή πίτσα γιατί στες 5+ ώρες επεινάσαν τα πλάσματα.

Άτε, αφήνω σας γιατί χτυπά το κουδούνι ο κύριος Στέλιος τζαι πρέπει να του κάμω τον καφέ του..


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Κρητικό


Εψές πήγαμε με τον κάουμποη στον Ερωτόκριτο. Τραγουδούσε ο Βασίλης Σκουλάς.

Γενικά η ταβέρνα δε λέει πολλά, αλλά ο σκοπός ήταν να ακούσεις κρητική μουσική και να περάσεις καλά και όχι το ντεκόρ.

Εκνεύρισεν με μια τετράπαχη δίπλα μας που ‘πού την ώρα που έκατσε δεν εσταμάτησε να μουρμουρά.. όι το φαΐ εν της άρεσεν -έγλυψεν το πιάτον της όμως- όι εκρύωνε, όι επύρωνε, όι ήταν γυφτιό ο τόπος.. 
Ε κανεί ολάν! Άμαν εν σου αρέσκει σήκου φύε, μιλλαρωτή μουρμούρα.
Ο άντρας της εντωμεταξύ έβκαλλεν τα μάθκια του πας τες γεναίτζες γυρόν.

Κατά τα άλλα επεράσαμεν πολλά ωραία, αν και δεν μείναμε ως αργά γιατί πόσον ξενύχτι τούντες μέρες.. Ήταν και ένα μιτσικουρίν αγοράκι που έδωσεν του χορού τζαι άψεν.
Βλέπετε στην Κρήτη η πλειοψηφία ξέρει όλους τους παραδοσιακούς χορούς και στέλλουν και τα παιδιά τους να μάθουν. 
Όι σαν τους Κυπραίους που το θεωρούν χωρκάτικο παντές τζαι εμεγάλωσεν  η γιαγιά τους με μπαλέτο  και γαλλικά. 
Όι πως έχω κάτι εναντίον των γαλλικών  και του μπαλέτου, ίσα ίσα, αλλά πλίς μεν μου το παίζεις Μαρία Αντουανέτα κυρία Μαρικκού που τα Ανάγια τζαι τάχα σνομπάρεις την κυπριακή παράδοση.

Είπεν και ένα από τα αγαπημένα μου Κρητικά τραγούδια:



Τούτο το μήνα, τον από πάνω
τον από πάνω τον παραπάνω
Αϊτός εβγήκε να κυνηγήσει,
να κυνηγήσει και να γυρίσει

Δεν κυνηγούσε λαγούς και ελάφια
μόν' εκυνήγα δυο μαύρα μάτια
Μαύρα μου μάτια κι αγαπημένα
και πως περνάτε χωρίς εμένα

Μαύρα μου μάτια κόκκινα χείλη
έβγα μικρή μου στο παραθύρι
Να δεις τον ήλιο και το φεγγάρι
να δεις το νέο που θα σε πάρει

Γαϊτάνι πλέκω και δεν αδειάζω
δεν μου βολεί να κουβεντιάζω
Ανάθεμά το και το γαϊτάνι
κι απού το πλέκει κι απού το φάνει

Στο συγκεκριμένο την πρώτη στροφή ερμηνεύει ο Βασίλης Σκουλάς και τη δεύτερη ο Μανώλης Λιδάκης.